μεγαληγορώ

μεγαληγορώ
(ε) αμετ. уст. говорить высокопарно, напыщенно

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μεγαληγορώ" в других словарях:

  • μεγαληγορώ — (Α μεγαληγορῶ, έω) [μεγαλήγορος] λέγω μεγάλα λόγια, κομπάζω, καυχιέμαι νεοελλ. μεταχειρίζομαι στον λόγο μου στομφώδες ύφος αρχ. επαινώ, εγκωμιάζω («ἐπέστειλε τῇ τε συγκλήτῳ καὶ τῷ δήμῳ, τάς τε πράξεις μεγαληγορῶν», Ηρωδιαν.) …   Dictionary of Greek

  • στομφάζω — ΝΑ [στόμφος] μιλώ με στόμφο, στομφολογώ, καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαληγορώ αρχ. 1. μιλώ με γεμάτο, με μπουκωμένο στόμα 2. χρησιμοποιώ τραχιά, άξεστη διάλεκτο 3. αισθάνομαι μούδιασμα στο στόμα, όπως όταν τρώω κάτι ξινό …   Dictionary of Greek

  • στομφολογώ — στομφολογῶ, έω, ΝΑ στομφάζω, καυχησιολογώ, μεγαληγορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμφος + λογῶ*] …   Dictionary of Greek

  • συμμεγαληγορούμαι — έομαι, Μ γίνομαι αντικείμενο επαίνου μαζί με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεγαληγορῶ «επαινώ, εγκωμιάζω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»